φύτευε

φύτευε
φυτεύω
of the thing planted
pres imperat act 2nd sg
φυτεύω
of the thing planted
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • CONTOPAECTES — Graece Κοντοπαίκτης, apud Balsamonem in Can. 51. Propter horum autem Canonum poenas videntur excogitatt ludi Imperiales, Contopaectes scilicet, Hastiludium est seu Troiae ludus Macris Fratribus, in Hierolex. de quo passim in vocibus Hastiludium,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • φυτεύω — ΝΜΑ [φυτόν] 1. τοποθετώ στη γη σπόρο ή ρίζα νεαρού φυτού προκειμένου να ριζοβολήσει και να αναπτυχθεί 2. βάζω φυτά σε μια μεγάλη εδαφική έκταση (α. «φύτεψε τρία στρέμματα καπνό» β. «γῆν φυτεύειν», Πλούτ.) νεοελλ. χώνω βαθιά, μπήγω («τού φύτεψε… …   Dictionary of Greek

  • Δαμασκός — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μυθικός ήρωας της Αρκαδίας, γιος του Ερμή από τη νύμφη Αλιμήδη. Κατά τον Στέφαvo Βυζάντιο, ήταν ιδρυτής της Δαμασκού της Συρίας, που της έδωσε το όνομά του. 2. Ένας από τους διώκτες της θρησκείας του Διονύσου.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”